- οἰνηρόν
- οἰνηρόςofmasc acc sgοἰνηρόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MANGANA — apud Suidam, γαυλὸς οινηρὸν ἀγγεῖον, ἐκ ξύλων κατεςκευασμένον, ἣν Ι᾿ταλοὶ μαγγάναν ὀνομάζουσι, vas estvinarium, e lignis coagmentatum, quod cupam Latini seu vagnam, dixere, item buttin, Salmas. ad Capitolin, in Maximinss. c. 22. Manganum vero… … Hofmann J. Lexicon universale
VAGNA — in Gloss. vas vinarium ingentis magnitudinis, idem quod Buttis et Cupa, quas voces vide. Unde Graeci Grammatici, vocem Latinam suô more dum exprimere conautr, Maganam fecêre. Suidas, γαυλὸς, οἰνηρὸν ἀγγεῖον, εν ξύλων κατεσκευασμένον, ἣν Ι᾿ταλοὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek